γυρτός — ή, ό βλ. γερτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλωνόγυρτος — και κλωνόγερτος, η, ο αυτός τού οποίου τα κλαδιά γέρνουν προς το έδαφος («κλωνόγυρτη ετιά», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶνος + γυρτος (< γυρτός < γέρνω), πρβλ. μισό γυρτος, ολό γυρτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Διονύσιο Σολωμό] … Dictionary of Greek
άγυρτος — η, ο βλ. ορθτ. άγειρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γυρτός ή γειρτός < γέρνω < εγείρω] … Dictionary of Greek
ανάγειρτος — η, ο και τός, ή, ό [αναγέρνω] 1. ο ξαπλωμένος ύπτια, αναποδογυρισμένος, ανάσκελος 2. αυτός που κλίνει, που γέρνει ελαφρά, επικλινής, γειρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγέρνω όπως και το ρημ. επίθ. γειρτός (αντί του εσφαλμ. γυρτός) τού γέρνω, παράγεται από … Dictionary of Greek
γερτός — και γυρτός, ή, ό 1. κυρτός, καμπύλος («γερτός πεύκος») 2. σκυφτός («γερτός από τα χρόνια») 3. ξαπλωμένος 4. (για πόρτες ή παράθυρα) μισόκλειστος … Dictionary of Greek
πλαγιαστός — ή, ό, Ν [πλαγιάζω] 1. ο γερμένος προς τα πλάγια, λοξός, γυρτός 2. (για πρόσ.) ξαπλωμένος 3. (η αιτ. πληθ. τού ουδ. ως επίρρ.) πλαγιαστά με πλάγια κλίση, λοξά, πλαγίως … Dictionary of Greek
οκαπία — (okapia johnstoni). Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλοπαρδαλιδών. Το θηλαστικό αυτό, το μόνο συγγενές με την καμηλοπάρδαλη, έχει ύψος ως το ακρώμιο 1,50 μ. και λαιμό όχι υπερβολικά μακρύ σε σχέση με το σώμα. Τα κέρατα (έχει μόνο… … Dictionary of Greek