γυρτός

γυρτός
και γειρτός και γιρτός, -ή, -ό
1. κυρτός, καμπύλος
2. επικλινής
3. (για πόρτες και παράθυρα) μισόκλειστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ορθότερος τ. είναι γειρτός < (θ.) γειρ-, έγειρα, αόρ. τού γέρνω. Από άλλους προτείνεται ο τ. γιρτός < γερτός < γέρνω, με αναλογική τροπή τού -ε- σε -ι-με επίδραση τού αορ. έγειρα. Τέλος ο τ. γυρτός με επίδραση τού γύρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γυρτός — ή, ό βλ. γερτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλωνόγυρτος — και κλωνόγερτος, η, ο αυτός τού οποίου τα κλαδιά γέρνουν προς το έδαφος («κλωνόγυρτη ετιά», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶνος + γυρτος (< γυρτός < γέρνω), πρβλ. μισό γυρτος, ολό γυρτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Διονύσιο Σολωμό] …   Dictionary of Greek

  • άγυρτος — η, ο βλ. ορθτ. άγειρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γυρτός ή γειρτός < γέρνω < εγείρω] …   Dictionary of Greek

  • ανάγειρτος — η, ο και τός, ή, ό [αναγέρνω] 1. ο ξαπλωμένος ύπτια, αναποδογυρισμένος, ανάσκελος 2. αυτός που κλίνει, που γέρνει ελαφρά, επικλινής, γειρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγέρνω όπως και το ρημ. επίθ. γειρτός (αντί του εσφαλμ. γυρτός) τού γέρνω, παράγεται από …   Dictionary of Greek

  • γερτός — και γυρτός, ή, ό 1. κυρτός, καμπύλος («γερτός πεύκος») 2. σκυφτός («γερτός από τα χρόνια») 3. ξαπλωμένος 4. (για πόρτες ή παράθυρα) μισόκλειστος …   Dictionary of Greek

  • πλαγιαστός — ή, ό, Ν [πλαγιάζω] 1. ο γερμένος προς τα πλάγια, λοξός, γυρτός 2. (για πρόσ.) ξαπλωμένος 3. (η αιτ. πληθ. τού ουδ. ως επίρρ.) πλαγιαστά με πλάγια κλίση, λοξά, πλαγίως …   Dictionary of Greek

  • οκαπία — (okapia johnstoni). Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλοπαρδαλιδών. Το θηλαστικό αυτό, το μόνο συγγενές με την καμηλοπάρδαλη, έχει ύψος ως το ακρώμιο 1,50 μ. και λαιμό όχι υπερβολικά μακρύ σε σχέση με το σώμα. Τα κέρατα (έχει μόνο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”